Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ γλώσσης ἄπο

См. также в других словарях:

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης — Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, που ξεκίνησε να εκδίδεται στις αρχές του 19ου αι. Το απαραίτητο για την έκδοσή του ποσό παραχωρήθηκε από τους αδελφούς Ζωσιμάδες στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Το αρχικό σχέδιο σύνταξης… …   Dictionary of Greek

  • Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή. — См. С тобой разговориться, что меду напиться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Georgios N. Chatzidakis — Georgios Nikolaou Chatzidakis (griechisch Γεώργιος Νικολάου Χατζιδάκις, auch in der Transkription Hatzidakis; * 1848 in Myrthios, Kreta; † 1941 in Athen) war ein griechischer Sprachwissenschaftler sowie Neogräzist und Freiheitskämpfer. Er… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ —   Aerts W. J. (1965), Periphrastica. An investigation into the use of είναι and έχειν as auxiliaries or pseudo – auxiliaries in Greek from Homer up to the present day, Amsterdam.   Ανδριώτης Ν. (1971), Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»